περιφρόνει

περιφρόνει
περιφρονέω
compass in thought
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
περιφρονέω
compass in thought
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
περιφρονέω
compass in thought
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
περιφρονέω
compass in thought
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιφρονεῖ — περιφρονέω compass in thought pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιφρονέω compass in thought pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) περιφρονέω compass in thought pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιφρονέω compass in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… …   Dictionary of Greek

  • ατίετος — ἀτίετος, ον (Α) 1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος 2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ αντιδιαστολή προς το άτιτος*] …   Dictionary of Greek

  • ατιμαστήρ — ἀτιμαστήρ, ο (Α) [ατιμάζω] αυτός που περιφρονεί ή προσβάλλει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ατιμαστός — ἀτιμαστός, όν (Α) [ατιμάζω] αυτός που τον περιφρονεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • αφειδής — ές (AM ἀφειδής, ές) Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος 2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος II. επίρρ. αφειδώς 1. χωρίς φειδώ, απλόχερα 2. αλύπητα, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • εξουθενητής — ἐξουθενητής, ο (Μ) αυτός που περιφρονεί τελείως κάτι …   Dictionary of Greek

  • καινοθήρας — ο 1. αυτός που θηρεύει τα καινά, εκείνος που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα 2. αυτός που αποδέχεται πρόθυμα και χωρίς κρίση καθετί νέο και περιφρονεί την παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσι θήρας, προικο θήρας. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κατανωτιστής — κατανωτιστής, ὁ (Α) [κατανωτίζομαι] αυτός που περιφρονεί κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • καταφρονητής — και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM καταφρονητής) [καταφρονώ] αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί μσν. ασεβής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”